- λαδωτής
- οαυτός που λιπαίνει τις μηχανές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαδωτής — ο [λαδώνω] αυτός που λαδώνει μηχανές με το λαδωτήρι … Dictionary of Greek